σταλτικήν

σταλτικήν
σταλτικός
capable of staunching
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεπτυντικός — ή, ό (Α λεπτυντικός, ή, όν) [λεπτύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”